- ζουπιστός
- η , ό1) выдавленный, выжатый; 2) сжатый, стиснутый; прижатый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ζουπιστός — ή, ό [ζουπίζω] αυτός που έχει πιεστεί, ο ζουπισμένος … Dictionary of Greek